Griechische Definition zu αποστεωμένος -η -ο
αποστεωμένος, -η, -ο [aposteoménos] (L)
① changed to bone, ossified:
poem σαν αποστεωμένα τρόπαια | από κυνήγια κεφαλών ανθρώπων (Konstantinos)
ⓐ hardened as if a bone, ossified:
συχνά αισθανόμαστε να μας δαχτυλοδειχτούν σαν αποστεωμένα υπολείμματα μιας προκατακλυσμιαίας περιόδου (Thrylos) |
η παλιά μεγαλόπολη είχε καταντήσει ένας ξηρός και αποστεωμένος -η -ο λιθοσωρός (Athanasiadis-N)
② gaunt, lank, haggard (syn αποσκελετωμένος 1, κάτισχνος L, κοκκαλιάρικος, πετσί και κόκκαλο):
αποστεωμένο πρόσωπο pinched features |
χλωμή και αποστεωμένη |
γριές μάγισσες, ξεδοντιασμένες, τεντώνουν για να σας σταματήσουν ένα αποστεωμένο χέρι μούμιας (Ouranis) |
στο αποστεωμένο σώμα του άντρα στενάζει ο μόχθος της δουλειάς (Glezos) |
ο Iερώνυμος Σαβοναρόλας, ο αποστεωμένος -η -ο δομινικανός καλόγερος, δυνάστευε τη Φλωρεντία (Venezis) |
το άγαλμα αυτό είναι ένας άνθρωπος λιγνός αποστεωμένος -η -ο .. με σκαμμένα μάγουλα (Panagiotop) |
έτσι ζωγραφίζουν τα γυμνά μέρη των ασκητών με "άσαρκον" αποστεωμένη εμφάνιση (Vacalop)
③ fig set in a conventional form, fixed, hardened, ultraconservative, ossified, petrified (syn απολιθωμένος 2b):
αποστεωμένη αρχαιολατρεία, έκφραση |
αποστεωμένες συμβάσεις |
αποστεωμένα δόγματα, σχήματα |
ο Παλαμάς ζητεί την ελληνικότητα, όχι την αποστεωμένη ελληνοπλημία (Chourmouzios) |
ήταν ένας άνθρωπος προοδευτικός, απεχθανόταν την αποστεωμένη και μνησίκακη και μισαλλόδοξη συντήρηση (Panagiotop) |
αδρή εικόνα κίνησης και ενέργειας, αντίθετη προς την στατικότητα του αποστεωμένου, πεισιθάνατου βυζαντινού κόσμου (Floros) |
ο Γ. Bουδαίος κατατρόπωσε και εξαφάνισε στην Γαλλία το αποστεωμένο γένος των νομικών (Kanellop)
[ppp of αποστεώνω]
[...]
http://www.greek-language.gr